- ἱεραύλης
- ἱεραύλης, ου, ὁ,A flute-player at sacrifices, IG3.1041.19, 1048.14, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιεραύλης — ἱεραύλης, ὁ (Α) αυτός που έπαιζε τον αυλό στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + αύλης (< αυλώ, έω) < αυλός), πρβλ. χορ αύλης] … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek